Μένης ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ, Η Φανέλα με το εννιά

Οι οικονομικές δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίζει αυτό τον καιρό η Ελλάδα έχουν φυσικά επιπτώσεις στον τομέα του πολιτισμού. Παραδείγματος χάρη, σύμφωνα με πρόσφατες πληροφορίες, οι δυνατότητες χρηματοδότησης από δημόσιους φορείς για την έκδοση βιβλίων γίνονται όλο και πιο περιορισμένες.

Θα θέλαμε εδώ να θυμίσουμε ότι η Ελλάδα διαθέτει σημαντικούς σύγχρονους συγγραφείς, διεθνούς φήμης. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για την περίπτωση του Μένη Κουμανταρέα.

Μένης ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ, Η Φανέλα με το εννιά, 1986

Ο συγγραφέας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931 και την εγκατέλειψε σπάνια. Είναι επίσης γνωστός μεταφραστής. Ανήκει στους πεζογράφους της λεγομένης « Δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς »που άρχισαν να γράφουν στη δεκαετία του’60.

9Η φανέλα με το εννιά είναι το δέκατο βιβλίο του και είχε πολλές εκδόσεις. Αυτό το βιβλίο είναι χωρισμένο σε έξι κεφάλαια που ακο-λουθούν τη χρονολογική σειρά της ιστορίας.

Ο κεντρικός ήρωας, ο Βασίλης Σερέτης, λεγομένος « Μπιλ » είναι αριστοτεχνικός ποδοσφαιριστής. Θα μπορούσε να συμμετέχει στην αθλητική αφροκρέμα αν είχε άλλο χαρακτήρα. Ονειρευόταν να γνωρίσει δόξα και χειροκροτήματα από τις κερκίδες των γηπέδων. Αλλά εξαιτίας της μεγάλης αυτοπεποιήθησής του και της υπεροψίας του, τα έκανε όλα μούσκεμα.

Ο νεαρός μεγάλωσε μέσα σε μια φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του πέθανε από ένα εργατικό ατύχημα και εκείνος στερήθηκε μια αντρική και θετική παρουσία.

Η μητέρα του προτιμούσε το μεγαλύτερο γιο της, που σπούδασε δραματική τεχνή και, σε αντίθεση με το Βασίλη, πέτυχε και έγινε καλός ηθοποιός. Οι δύο αδελφοί διέφεραν πολύ, ακόμη και σωματικά : ο ένας, ο Μπιλ με μαύρα μαλλιά και με μάτια που πετούσαν σπίθες και ο άλλος, ξανθός με μάτια έτοιμα να δακρύσουν, όπως το έλεγε η ίδια η μητέρα.

         Ο εξωτερικός αφηγητής – που μιλάει στο τρίτο πρόσωπο –  παρακολουθεί τη διαδρομή του παίκτη από τη στιγμή που άφησε την Αθήνα με την ελπίδα να παίξει σε μια μεγάλη ομάδα μέχρι την επιστροφή του στην Αθήνα χώρις να πετύχει.

Σε κάθε ομάδα που έπαιξε, έφερε δυσκολίες σε κάποιον. Στη Θεσσαλονίκη πληρώθηκε από ένα Ροδίτη παράγοντα για να χάσει η δική του ομάδα. Αυτή η προδοσία ήταν η αρχή της κατάβασης του Μπιλ στην κόλαση.

         Στη Θεσσαλονίκη ένας φίλος του, ο Σπύρος, τον ανάγκασε σχεδόν με τη βία να παντρευτεί την αδελφή του, τη Δώρα, αλλά ο Μπιλ την εγκατέλειψε γρήγορα.

Μόνη η Κική θα μείνει παρούσα στο πλευρό του μέχρι το τέλος, ακόμα και αν ξέρει καλά οτι ο Μπιλ δεν την αγαπούσε πραγματικά.

         Συμπάθησα δύσκολα το Μπιλ γιατί είναι υπερβολικά αλαζονικός και ασεβής και επίσης γιατί μιλάει χυδαία.

         Μόνο κατά τη διαρκεία των εσωτερικών μονολόγων έγινε πιο ανθρώπινος. Τότε νοσταλγεί την παιδική ηλικία του, όταν έπαιζε χωρίς δεύτερη σκέψη ή θυμάται τα τοπία αυτής της περιόδου και οι αλλαγές που βλέπει δεν του αρέσουν.

         Κάθε φορά που είναι θλιμμένος, τα τοπία αμαυρώνουν: είτε ο ουρανός γεμίζει σύννεφα είτε αρχίζει να βρέχει.

Αυτά τα αποσπάσματα από το βιβλίο, με λυρισμό και μεγάλη ευαισθησία, είναι πάρα πολύ ωραία.

          Οι τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος είναι, κατά τη γνώμη μου, οι πιο επιτυχημένες.

         Χρόνια αργότερα, ένας αθλητικός δημοσιογράφος, με αφορμή κάποιο νέο άστρο που ανέτειλε στα γήπεδα, ερεύνησε παλιούς γνωστούς παίχτες και ξανάβρηκε το Μπιλ. Αυτός διαβάζει τη συνέντευξη στην εφημερίδα, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του.

         Ο αφηγητής δε δίνει κανένα όνομα και πρέπει ο αναγνώστης να ξαναγνωρίσει τα πρόσωπα από την περιγραφή λεπτομερειών και από τα λόγια τους.

         Τρεις προπονητές δίνουν τη γνώμη τους σε σχέση με τον παίχτη και συμφώνουν ότι ήταν δύσκολο παιδί, απείθαρχο, που όταν ήθελε κάτι, το ήθελε αμέσως. Οι τρεις άντρες επιβεβαιώνουν το ταλέντο του και λένε πως το σπαταλήσε εξαιτίας της υπερβολικής σιγουριάς του.

Τελικά ένας βετεράνος, δηλαδή ο Γαλαντής, αυτός ο μόνος που ο Μπιλ θαύμαζε, αρνιέται να πει κάτι εναντίον του, από σεβασμό όχι στο ποδόσφαιρο, αλλά στον άνθρωπο.

Αλλά όταν αφηγείται πώς ο Μπιλ είχε μεταμορφωθεί τη μία φορά που κατάφερε να τον πάει σ’έναν αγώνα, ο Μπιλ πέταξε την εφημερίδα και σηκώθηκε απ’το κρεβάτι. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, κατάλαβε πως ο Βασίλης Σερέτης, ο παλιός παίχτης, είχε περάσει στην ανωνυμία.

*

Υπάρχει μια ταινία από αυτό το βιβλίο με το ίδιο τίτλο. Είναι έργο που έκανε ο Παντελής Βούλγαρης το 1988. Ο Βούλγαρης είναι έλληνας σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Η πλοκή παρακολουθεί την άνοδο και την πτώση του Βασιλή Σερέτη, παράλληλα με τις ερωτικές περιπέτειες και τα μαθήματα ζωής που παίρνει από αυτήν την πορεία.

Η ταινία έλαβε θετικές γνώμες.

Francine Vermeulen
Mai 2013

crayongris2Francine Vermeulen a suivi  à l'ULg les cours de grec moderne de Aikaterini Lefka  et a obtenu le certificat au terme des trois années.

 

Les difficultés financières dans lesquelles la Grèce se débat actuellement ont évidemment des répercussions dans le domaine de la culture. Par exemple, selon des informations récentes, les possibilités de financement public pour l’édition de livres deviennent de plus en plus étroites.

Nous avons voulu rappeler ici que la Grèce compte des auteurs contemporains importants, de renommée internationale. C’est le cas, parmi d’autres, de Menis Koumandareas.

Menis KOUMANDAREAS, Le maillot numéro neuf, 1986

Menis Koumandareas naquit en 1931 à Athènes dont il ne s’éloigna que rarement. Il est également un traducteur réputé. Il appartient à la génération de prosateurs dite « Deuxième génération de l’après-guerre » qui ont commencé à publier dans les années soixante.

Le maillot numéro neuf, son dixième ouvrage fut maintes fois réédité. Le roman est divisé en six chapitres suivant le déroulement chronologique de l’histoire.

La figure centrale, Basilis Seretis dit « Bil » est un footballeur exceptionnel qui, n’était son mauvais caractère, aurait pu appartenir à l’élite sportive. Mais une excessive estime de soi et un orgueil démesuré causèrent sa perte.

Le jeune homme grandit au sein d’une famille pauvre. Son père mourut victime d’un accident du travail et « Bil » fut privé d’une figure masculine positive.

Sa mère préférait son fils aîné qui, après des études théâtrales, connut le succès, à l’inverse de son frère, et devint un acteur apprécié.

Les deux frères différaient fortement, même physiquement : « Bil » avait des cheveux noirs et ses yeux lançaient des étincelles ; son frère était blond et ses yeux toujours près de pleurer, comme disait sa propre mère.

Le narrateur extradiégétique – qui s’exprime à la troisième personne –, suit le parcours du joueur depuis son départ d’Athènes, en quête d’une équipe plus prestigieuse, jusqu’à son retour, sans qu’il ait réussi.

Dans chaque club où il a joué, il causait des problèmes. À Thessalonique, un agent d’un club de Rhodes le soudoya pour qu’il fît perdre son équipe. Cette trahison initia la descente de « Bil » aux enfers.

maillot9À Thessalonique un de ses amis, Spiros, le contraignit, presque de force, à épouser sa sœur, Dora, qu’il s’empressa d’abandonner.

Seule Kiki resta à ses côtés jusqu’à la fin, tout en sachant que « Bil » ne l’aimait pas vraiment.

Je n’ai pas éprouvé de sympathie pour « Bil » en raison de son arrogance, de son irrespect et de son langage ordurier.

Seuls les monologues intérieurs nous le présentent sous un aspect plus humain : lorsqu’il avoue sa nostalgie pour son enfance, quand il jouait sans arrière-pensée ou lorsqu’il se remémore les lieux d’alors pour en déplorer les changements.

Chaque fois qu’il se sent triste, les paysages s’obscurcissent : soit le ciel se couvre de nuages soit la pluie se met à tomber.

Ces passages lyriques et sensibles sont des plus beaux.

Les dernières pages du livre sont, à mon avis, les mieux réussies.

Des années plus tard, un journaliste sportif, à l’occasion de l’apparition d’une nouvelle star sur le terrain, part à la recherche d’anciens joueurs et retrouve « Bil ». Celui-ci lit son interview dans un journal, étendu sur son lit.

Le narrateur ne livre aucun nom ; il appartient au lecteur de reconnaître les personnages à certains détails descriptifs ou aux propos qu’ils tiennent.

Trois entraîneurs donnent leur avis sur le joueur et tous conviennent qu’il était un garçon difficile, indiscipliné et impatient d’obtenir à l’instant ce qu’il désirait. Ils reconnaissent son talent, qu’il gaspilla en raison de sa fatuité.

La dernière personne interrogée, Galantis, un vétéran, le seul que « Bil » eut admiré, refuse de le charger, par respect, non pour le joueur, mais pour l’homme.

9bMais lorsqu’il raconte combien il le trouva tout à fait métamorphosé, la seule fois où il réussit à l’emmener dans les gradins d’un stade, « Bil » jeta le journal par terre, se leva de son lit, se regarda dans le miroir et comprit que Basilis Seretis, l’ex-joueur, avait sombré dans l’anonymat.

*

Le réalisateur et scénariste grec, Pantelis Boulgaris adapta le roman au cinéma en 1988. Le film narre l’ascension et la chute de Basilis Seretis parallèlement à ses aventures amoureuses et aux leçons de vie que ses errances lui apprirent.

Le film fut bien accueilli.

 

Francine Vermeulen
Mai 2013